- δακτυλίωση
- ηη τοποθέτηση δακτυλίου από ελαφρό μέταλλο στο πόδι αποδημητικού πτηνού, που βοηθάει συνήθως σε μελέτες σχετικές με τη μετανάστευση τών πτηνών.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δακτυλίδωση — η 1. το πέρασμα μεταλλικής στεφάνης σε αντικείμενο που έχει σχήμα κυλινδρικό, για ενίσχυση τής αντοχής ή για διακόσμηση 2. η δακτυλίωση … Dictionary of Greek